„δύσπνοια“: θηλυκό δύσπνοια [ˈðispnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Atembeschwerden Atembeschwerdenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl δύσπνοια δύσπνοια