„δόρυ“: ουδέτερο δόρυ [ˈðori]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -ατος; πληθυντικός | Pluralpl; -ατα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Speer Speerαρσενικό | Maskulinum, männlich m δόρυ δόρυ