„δωρητήριο“: ουδέτερο δωρητήριο [ðoriˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schenkungsurkunde Schenkungsurkundeθηλυκό | Femininum, weiblich f δωρητήριο δωρητήριο