„δυσφήμιση“: θηλυκό δυσφήμιση [ðisˈfimisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rufmord, üble Nachrede Rufmordαρσενικό | Maskulinum, männlich m δυσφήμιση üble Nachredeθηλυκό | Femininum, weiblich f δυσφήμιση δυσφήμιση