„δυστυχισμένος“ δυστυχισμένος [ðistiçizˈmenos], δυστυχισμένη, δυστυχισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unglücklich unglücklich δυστυχισμένος δυστυχισμένος