„δυσπιστία“: θηλυκό δυσπιστία [ðispisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Misstrauen Misstrauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n δυσπιστία δυσπιστία