δυσμνημόνευτος
[ðizmniˈmoneftos], δυσμνημόνευτη, δυσμνημόνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwer einprägsamδυσμνημόνευτοςδυσμνημόνευτος
Thank you for your feedback!