„δυσλεκτικός“: αρσενικό δυσλεκτικός [ðislektiˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Legastheniker Legasthenikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m δυσλεκτικός δυσλεκτικός