Greek-German translation for "δυσλειτουργία"
"δυσλειτουργία" German translation
κυστική δυσλειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Blasenleidenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κυστική δυσλειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Thank you for your feedback!