δυσκολοχώνευτος
[ðiskoloˈxoneftos], δυσκολοχώνευτη, δυσκολοχώνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwer verdaulichδυσκολοχώνευτοςδυσκολοχώνευτος
Thank you for your feedback!