δυσκολεύομαι
[ðiskoˈlevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schwierigkeiten haben, nicht zurechtkommen (με mit)δυσκολεύομαι έχω δυσκολίεςδυσκολεύομαι έχω δυσκολίες