δυσκινησία
[ðiskjiniˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schwerfälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδυσκινησία σωματικήδυσκινησία σωματική
Thank you for your feedback!