„δυσερμήνευτος“ δυσερμήνευτος [ðiserˈmineftos], δυσερμήνευτη, δυσερμήνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwer deutbar schwer deutbar δυσερμήνευτος δυσερμήνευτος