„δυσδιάκριτος“ δυσδιάκριτος [ðizðiˈakritos], δυσδιάκριτη, δυσδιάκριτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwer erkennbar schwer erkennbar δυσδιάκριτος δυσδιάκριτος