δυσαρμονία
[ðisarmoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unstimmigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδυσαρμονίαMissklangαρσενικό | Maskulinum, männlich mδυσαρμονίαDisharmonieθηλυκό | Femininum, weiblich fδυσαρμονίαδυσαρμονία