δυσανάγνωστος
[ðisaˈnaɣnostos], δυσανάγνωστη, δυσανάγνωστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwer leserlich, unleserlichδυσανάγνωστοςδυσανάγνωστος
Thank you for your feedback!