„δυσανάβατος“ δυσανάβατος [ðisaˈnavatos], δυσανάβατη, δυσανάβατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schwer besteigbar schwer besteigbar δυσανάβατος δυσανάβατος