δυνανότητα
[ðinaˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Chanceθηλυκό | Femininum, weiblich fδυνανότηταMöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδυνανότηταδυνανότητα