„δυναμωτικός“ δυναμωτικός [ðinamotiˈkos], δυναμωτική, δυναμωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kräftigend kräftigend δυναμωτικός δυναμωτικός