„δρυόξυλο“: ουδέτερο δρυόξυλο [ðriˈoksilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eichenholz Eichenholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n δρυόξυλο δρυόξυλο