„δρυοκολάπτης“: αρσενικό δρυοκολάπτης [ðriokoˈlaptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Specht Spechtαρσενικό | Maskulinum, männlich m δρυοκολάπτης δρυοκολάπτης