„δροσοσταλίδα“: θηλυκό δροσοσταλίδα [ðrosostaˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tautropfen Tautropfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m δροσοσταλίδα δροσοσταλίδα