„δροσιστικός“ δροσιστικός [ðrosistiˈkos], δροσιστική, δροσιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erfrischend, kühlend erfrischend, kühlend δροσιστικός δροσιστικός