δροσίζω
[ðroˈsizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erfrischenδροσίζω σταματώ τη δίψα κάποιουδροσίζω σταματώ τη δίψα κάποιου
- δροσίζω μειώνω τη θερμοκρασία
δροσίζω
[ðroˈsizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)