„δρομόμετρο“: ουδέτερο δρομόμετρο [ðroˈmometro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Log Logουδέτερο | Neutrum, sächlich n δρομόμετρο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ δρομόμετρο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ