„δρομάκι“: ουδέτερο δρομάκι [ðroˈmakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sträßchen Sträßchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n δρομάκι δρομάκι