„δριμύτητα“: θηλυκό δριμύτητα [ðriˈmitita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schärfe, Strenge Schärfeθηλυκό | Femininum, weiblich f δριμύτητα κριτικής, λόγων δριμύτητα κριτικής, λόγων Strengeθηλυκό | Femininum, weiblich f δριμύτητα χειμώνα δριμύτητα χειμώνα