δρεπανοειδής
[ðrepanoiˈðis], δρεπανοειδής, δρεπανοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- halbmondförmig, sichelförmigδρεπανοειδήςδρεπανοειδής
Thank you for your feedback!