„δραστικός“ δραστικός [ðrastiˈkos], δραστική, δραστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) drastisch, wirksam drastisch δραστικός μέτρα δραστικός μέτρα wirksam δραστικός αποτελεσματικός δραστικός αποτελεσματικός