δραπετεύω
[ðrapeˈtevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- flüchten, fliehen, entfliehen (από aus)δραπετεύωδραπετεύω
- ausbrechenδραπετεύω από τη φυλακήδραπετεύω από τη φυλακή