„δραπέτευση“: θηλυκό δραπέτευση [ðraˈpetefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ausbruch, Flucht Ausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m δραπέτευση Fluchtθηλυκό | Femininum, weiblich f δραπέτευση δραπέτευση