δράμα
[ˈðrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Dramaουδέτερο | Neutrum, sächlich nδράμαδράμα
- Tragödieθηλυκό | Femininum, weiblich fδράμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδράμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- δράμα ομηρίαςGeiseldramaουδέτερο | Neutrum, sächlich n