δοχείο
[ðoˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefäßουδέτερο | Neutrum, sächlich nδοχείοBehälterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδοχείοKanisterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδοχείοδοχείο
examples
- δοχείο απορριμάτωνAbfalleimerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δοχείο ζάχαρηςZuckerstreuerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δοχείο μελάνηςDruckerpatroneθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples