δουλοπαροικία
[ðulopariˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Leibeigenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fδουλοπαροικία ιστορία | Geschichteιστδουλοπαροικία ιστορία | Geschichteιστ