δουλεμπορία
[ðulemboˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sklavenhandelαρσενικό | Maskulinum, männlich mδουλεμπορίαMenschenhandelαρσενικό | Maskulinum, männlich mδουλεμπορίαδουλεμπορία