δονούμαι
[ðoˈnume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- δονούμαι
- erschüttert werdenδονούμαι σείομαιδονούμαι σείομαι
- bebenδονούμαι νιώθω ισχυρή συγκίνηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδονούμαι νιώθω ισχυρή συγκίνηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ