„δολιότητα“: θηλυκό δολιότητα [ðoliˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hinterhältigkeit Hinterhältigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f δολιότητα δολιότητα