„δοκιμαστήριο“: ουδέτερο δοκιμαστήριο [ðokjimasˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umkleidekabine Umkleidekabineθηλυκό | Femininum, weiblich f δοκιμαστήριο δοκιμαστήριο