δοκιμασία
[ðokjimaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Prüfungθηλυκό | Femininum, weiblich fδοκιμασία εξέτασηδοκιμασία εξέταση
- Leidουδέτερο | Neutrum, sächlich nδοκιμασία βάσανοδοκιμασία βάσανο
examples
- δοκιμασία αντοχήςμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφHärtetestαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δοκιμασία επάρκειαςEignungsprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δοκιμασία θάρρουςMutprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples