Greek-German translation for "δοκιμάζω"

"δοκιμάζω" German translation

δοκιμάζω
[ðokjiˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • probieren, erproben
    δοκιμάζω
    δοκιμάζω
  • ausprobieren
    δοκιμάζω για πρώτη φορά
    δοκιμάζω για πρώτη φορά
  • probieren, versuchen (να zu)
    δοκιμάζω προσπαθώ
    δοκιμάζω προσπαθώ
  • testen
    δοκιμάζω κάνω δοκιμή τη λειτουργία
    δοκιμάζω κάνω δοκιμή τη λειτουργία
  • anprobieren
    δοκιμάζω ρούχο
    δοκιμάζω ρούχο
  • erleben, erfahren
    δοκιμάζω κάνω εμπειρία
    δοκιμάζω κάνω εμπειρία
  • kosten
    δοκιμάζω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
    δοκιμάζω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
  • abschmecken
    δοκιμάζω φαγητό κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος
    δοκιμάζω φαγητό κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος
examples
  • για δοκίμασε!
    versuch’s mal!
    για δοκίμασε!
  • για δοκίμασε!
    koste mal!
    για δοκίμασε!

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: