διώροφος
[ðiˈorofos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, διώροφη, διώροφοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zweistöckig, doppelstöckigδιώροφοςδιώροφος
διώροφος
[ðiˈorofos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Doppeldeckerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιώροφοςδιώροφος