„διόγκωση“: θηλυκό διόγκωση [ðiˈoŋgosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufblähen Aufblähenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διόγκωση διόγκωση