„διχοτόμηση“: θηλυκό διχοτόμηση [ðixoˈtomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Halbierung Halbierungθηλυκό | Femininum, weiblich f διχοτόμηση διχοτόμηση