„διχαλωτός“ διχαλωτός [ðixaloˈtos], διχαλωτή, διχαλωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gabelförmig gabelförmig διχαλωτός διχαλωτός