„διχάζω“: μεταβατικό ρήμα διχάζω [ðiˈxazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) spalten, teilen spalten, teilen διχάζω προκαλώ διάσταση διχάζω προκαλώ διάσταση