διφορούμενος
[ðifoˈrumenos], διφορούμενη, διφορούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zweideutig, doppeldeutigδιφορούμενοςδιφορούμενος
Thank you for your feedback!