δισκόφρενο
[ðisˈkofreno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheibenbremseθηλυκό | Femininum, weiblich fδισκόφρενο αυτοκίνητο | Autoαυτοκδισκόφρενο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ