δισκοθήκη
[ðiskoˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schallplattensammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fδισκοθήκη συλλογή δίσκωνδισκοθήκη συλλογή δίσκων
- Disko(thek)θηλυκό | Femininum, weiblich fδισκοθήκη ντισκοτέκδισκοθήκη ντισκοτέκ