„δισκοειδής“ δισκοειδής [ðiskoiˈðis], δισκοειδής, δισκοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) scheibenförmig scheibenförmig δισκοειδής δισκοειδής