„δισκίο“: ουδέτερο δισκίο [ðisˈkjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tablette, Dragée Tabletteθηλυκό | Femininum, weiblich f δισκίο Dragéeουδέτερο | Neutrum, sächlich n δισκίο δισκίο examples δισκίο άνθρακα Kohletabletteθηλυκό | Femininum, weiblich f δισκίο άνθρακα